- ἐπιζήτημα
- ἐπιζήτημαrequirementneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιζήτημα — ἐπιζήτημα, τὸ (Α) [επιζητώ] ζήτημα, αίτημα, απαίτηση … Dictionary of Greek
ἐπιζητήματα — ἐπιζήτημα requirement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)